Η σχέση θεραπευτή – θεραπευομένου στην αντιμετώπιση του σακχαρώδους διαβήτη
Γράφει ο Ευάγγελος Φουστέρης
Ειδικός Παθολόγος - Διαβητολόγος
Ειδικός Παθολόγος - Διαβητολόγος
Η
σχέση μεταξύ των γιατρών και των ασθενών τους έχει λάβει φιλοσοφικές,
κοινωνιολογικές και λογοτεχνικές προεκτάσεις από την εποχή του Ιπποκράτη και
αποτελεί το αντικείμενο περίπου 8.000 άρθρων, μονογραφιών και βιβλίων στη
σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία.
Ειδικά όταν πρόκειται για τις γνωστές χρόνιες
μεταβολικές παθήσεις, όπως σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία,
παχυσαρκία, η επιτυχημένη σχέση ιατρού-θεραπευομένου μπορεί να καταλήξει σε
μακροχρόνια επίτευξη των θεραπευτικών στόχων, με αποτέλεσμα τη μείωση του
καρδιαγγειακού κινδύνου του ασθενούς, ήτοι λιγότερα εμφράγματα και αγγειακά
εγκεφαλικά επεισόδια.Προσεγγίζοντας, λοιπόν, τις πτυχές αυτής της σχέσης θα δούμε ποιες παραμέτρους πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν είτε είμαστε από την πλευρά του θεραπευτή είτε από την πλευρά του θεραπευομένου.
Κατ’ αρχάς, ακόμη και ο χώρος της ιατρικής εξέτασης εμπνέει τόσο τον ιατρό όσο και τον ασθενή να αισθανθούν άνετα και να μπορέσουν να χτίσουν μια αποτελεσματική επικοινωνία. Τα χρώματα, η θερμοκρασία, η ιδιωτικότητα, η ηρεμία είναι πολύ σημαντικά. Παράλληλα, η στάση του σώματος τόσο του ιατρού όσο και του ασθενούς μπορεί να ενδυναμώσει ή αποδυναμώσει την μεταξύ τους σχέση. Πριν ακόμα ξεκινήσει η συνέντευξη με τον ασθενή, ο ιατρός πρέπει να τον παρατηρήσει: ο τρόπος βαδίσματος, η επιτήδευση στην ένδυση, ο τρόπος που κοιτάζει και εξερευνά το χώρο μπορούν να δώσουν σημαντικές πληροφορίες τόσο για την ψυχοσυναισθηματική όσο και για τη σωματική υγεία του ασθενή.
Κατά τη διάρκεια της ιατρικής επίσκεψης, ο ιατρός σε ήρεμο τόνο πρέπει να προσπαθήσει να αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει για την καταγραφή του ιατρικού προβλήματος και να καθοδηγήσει τη συζήτηση προς την ανάδειξη των ιατρικών προβλημάτων. Με πλάγιο τρόπο και διακριτικό θα προσπαθήσει να άρει λανθασμένες πεποιθήσεις και ενοχές του ασθενούς.
Αφού καταγραφεί και αναδειχθεί το πρόβλημα (π.χ. «πάσχετε από σακχαρώδη διαβήτη») πρέπει να καθοριστούν οι στόχοι της θεραπευτικής αντιμετώπισης (π.χ. «ο στόχος της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σας είναι κάτω από 7.0% ή 6.5%») και να συζητηθούν από κοινού οι τρόποι με τους οποίους θα επιτύχουμε αυτούς τους στόχους. Και εδώ, με παράθεση όλων των μέσων που διαθέτει η σύγχρονη επιστήμη, οφείλουμε να πάρουμε μια θεραπευτική απόφαση από κοινού θεραπευτές και θεραπευόμενοι. Με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένα κλίμα εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας μεταξύ ιατρών και ασθενών, κεφαλαιώδους σημασίας για την εφαρμογή του θεραπευτικού πλάνου και τελικά την επίτευξη των θεραπευτικών στόχων, που ως κατάληξη έχουν την καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η σχέση γιατρού-ασθενούς ήταν και παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχούς θεραπείας. Μέσω αυτής της σχέσης και αλληλεπίδρασης συγκεντρώνονται τα ιατρικά δεδομένα, γίνονται διαγνώσεις και καταστρώνονται θεραπευτικά πλάνα , επιτυγχάνεται συμμόρφωση ασθενούς στη θεραπεία ώστε να ενεργοποιείται ο ασθενής και τελικά αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά τα ιατρικά προβλήματά του. Η επιτυχημένη σχέση θεραπευτή – θεραπευομένου, επίσης, είναι βασική για την παραμονή του ασθενούς στο θεραπευτικό πλάνο και τη μακρόχρονη αποτελεσματικότητα, εφόσον μιλάμε για χρόνιες καταστάσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Οι πτυχές αυτής της προσέγγισης είναι συχνά δύσκολο να καταγραφούν σε κάποιο άρθρο αφού αποτελούν μέρος της «ιατρικής τέχνης» που συχνά δεν διδάσκεται αλλά κατακτάται μέσω της εμπειρίας.
Post a Comment