COVID-19: Tα αντισώματα, η ανοσία, τα τεστ και η επαναλοίμωξη
Ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά μυστήρια της COVID-19 είναι η ανάπτυξη ανοσίας και η ερμηνεία της ανυπαρξίας αντισωμάτων σε άτομα που νόσησαν.
Κάποια αντισώματα, μάλιστα, φαίνεται να εξαφανίζονται μετά την πάροδο κάποιου χρόνου από την οξεία λοίμωξη. Θα πρέπει να ανησυχούμε ότι είναι δυνατή η επαναλοίμωξή μας; Οι ειδικοί είναι καθησυχαστικοί τονίζοντας ότι η μείωση των αντισωμάτων δεν συνεπάγεται μείωση της ανοσίας μας και, ούτως ή άλλως, η μυστηριώδης εξαφάνιση πιθανώς να οφείλεται στα αναξιόπιστα τεστ.
Στο αίμα μας διατηρείται η «ανάμνηση» όλων των παθογόνων παραγόντων στους οποίους έχουμε εκτεθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Προφανώς, αν κάποιος προσβληθεί από τον κορονοϊό, ο οργανισμός του το θυμάται καλά. Τα αντισώματα είναι η «κληρονομιά» αυτής της δυσάρεστης εμπειρίας. Σε πολλές περιπτώσεις, η φαινομενική ανυπαρξία αντισωμάτων στον οργανισμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων μπορεί να αποδοθεί στα τεστ ανίχνευσής τους. Συχνά δίνουν «ψευδώς αρνητικά» αποτελέσματα, ενώ αδυνατούν να «μετρήσουν» τις συγκεντρώσεις όταν είναι κάτω από κάποιο όριο. Η δυσάρεστη αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι τα αντισώματα μειώνονται γρήγορα, μετά την οξεία φάση της λοίμωξης, χωρίς, αυτό να σημαίνει περιορισμένη ανοσία.
Οι θεωρίες για την ανοσία έναντι του κορονοϊού μεταβάλλονται διαρκώς, κυρίως επειδή ο ιός είναι καινούργιος. Τα επιστημονικά στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι στιγμής, πάντως, υποδεικνύουν ότι συμπεριφέρεται όπως οι υπόλοιποι λοιμώδεις παράγοντες. Σε μία σταγόνα αίματος περιέχονται δισεκατομμύρια αντισώματα, που αναμένουν τους συγκεκριμένους στόχους τους. Κάποιες φορές, όπως συχνά συμβαίνει με τον νέο κορονοϊό, τα αντισώματα είναι πολύ λίγα για να ανιχνευθούν από τα τεστ, χωρίς επ’ ουδενί να σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει αναπτύξει ανοσία. Βέβαια, κάποιοι ασθενείς όντως μπορεί να μην αναπτύξουν καθόλου αντισώματα στον κορονοϊό. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν τη διόλου συνηθισμένη περίπτωση, διαθέτουν τη λεγόμενη «κυτταροεξαρτώμενη ανοσία», η οποία περιλαμβάνει Τ λεμφοκύτταρα, που μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να καταστρέφουν τον λοιμώδη παράγοντα. Όλοι όσοι προσβληθούν από τον Sars-Cov-2 θα αναπτύξουν τέτοια ανοσοποιητική αντίδραση, όπως αποδεικνύεται από πρόσφατες μελέτες. Τα Τ λεμφοκύτταρα όμως ανιχνεύονται και μελετώνται δύσκολα και γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ανοσία εξαρτάται αποκλειστικά από τα αντισώματα.
Ο κορονοϊός διαθέτει αρκετά αντιγόνα-πρωτεΐνες ή κομμάτια τους που μπορούν να πυροδοτήσουν ανοσοποιητική αντίδραση. Τα ισχυρότερα αντισώματα αναγνωρίζουν ένα τμήμα της πρωτεϊνικής ακίδας του ιού, το λεγόμενο σημείο πρόσδεσης υποδοχέα (RΒD), δηλαδή το τμήμα του κορονοϊού που συνδέεται με το ανθρώπινο κύτταρο. Όσα αναγνωρίζουν την περιοχή μπορούν να αδρανοποιήσουν τον ιό, αποτρέποντας τη λοίμωξη.
Τα περισσότερα από τα τεστ αντισωμάτων που κυκλοφορούν ευρέως, ωστόσο, αναζητούν αντισώματα μιας πρωτεΐνης (πυρηνοκαψίδιο ή πρωτεΐνη Ν), που συνδέεται με το γενετικό υλικό του κορονοϊού. Τα αντισώματα στην πρωτεΐνη Ν εξαφανίζονται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτά στην πρωτεϊνική ακίδα.
Εκπρόσωπος της φαρμακοβιομηχανίας Abbot, που παρασκευάζει ένα μεγάλο ποσοστό από τα τεστ αντισωμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά σήμερα, υποστηρίζει ότι η εξέταση έχει 100% αξιοπιστία 17 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά δεν έδωσε αποδείξεις για την αξιοπιστία της εξέτασης, μετά την πάροδο αυτής της περιόδου.
Παρά τις διαβεβαιώσεις των φαρμακοβιομηχανιών, οι ειδικοί παραμένουν ιδιαιτέρως σκεπτικοί όσον αφορά τα τεστ αντισωμάτων. Χωρίς ουσιαστικές πληροφορίες για την πραγματική σημασία των εξετάσεων, οι ειδικοί συνιστούν σε όλους, ακόμα και σε εκείνους με θετικά τεστ, να συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν καμία ανοσία. Επί του παρόντος, άλλωστε, οι επιστήμονες δεν έχουν καμία γνώση σχετικά με τα επίπεδα αντισωμάτων που απαιτούνται για να αποκτήσουμε ανοσία ή για τη διάρκεια της, αλλά αισιοδοξούν ότι σύντομα θα την αποκτήσουμε.
Η διαδικασία
Η ανοσία στους ιούς είναι μια συναρπαστική διαδικασία. Η αρχική επαφή με τον παθογόνο παράγοντα –κυρίως στην παιδική ηλικία– συνταράσσει τον οργανισμό. Η ασθένεια μπορεί να είναι ήπια ή βαριά, αναλόγως του ιικού φορτίου που θα προσβάλει το παιδί, της γενικότερης υγείας του και της δυνατότητας πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη. Τα ήπια συμπτώματα πυροδοτούν την παραγωγή ενός μικρού αριθμού αντισωμάτων, ενώ τα βαρύτερα περισσότερων. Ακόμα, όμως, και μια ήπια λοίμωξη αρκεί για να μάθει ο οργανισμός να αναγνωρίζει τον εισβολέα. Όταν η μάχη τελειώσει, κάποια κύτταρα που μοιάζουν με μπαλόνια, και ζουν στον νωτιαίο μυελό, απελευθερώνουν έναν μικρό αριθμό εξειδικευμένων ιικών δολοφόνων. Έτσι, την επόμενη φορά που ο οργανισμός θα αντιμετωπίσει τον ιό, αυτά τα κύτταρα παράγουν τάχιστα μεγάλο αριθμό αντισωμάτων. Η «μνημονική αντίδραση» του ανοσοποιητικού συστήματος ενισχύεται κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με τον συγκεκριμένο ιό. Κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο δρόμο ακολουθεί η ανάπτυξη ανοσίας στον νέο κορονοϊό, ακόμα και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr
Κάποια αντισώματα, μάλιστα, φαίνεται να εξαφανίζονται μετά την πάροδο κάποιου χρόνου από την οξεία λοίμωξη. Θα πρέπει να ανησυχούμε ότι είναι δυνατή η επαναλοίμωξή μας; Οι ειδικοί είναι καθησυχαστικοί τονίζοντας ότι η μείωση των αντισωμάτων δεν συνεπάγεται μείωση της ανοσίας μας και, ούτως ή άλλως, η μυστηριώδης εξαφάνιση πιθανώς να οφείλεται στα αναξιόπιστα τεστ.
Στο αίμα μας διατηρείται η «ανάμνηση» όλων των παθογόνων παραγόντων στους οποίους έχουμε εκτεθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Προφανώς, αν κάποιος προσβληθεί από τον κορονοϊό, ο οργανισμός του το θυμάται καλά. Τα αντισώματα είναι η «κληρονομιά» αυτής της δυσάρεστης εμπειρίας. Σε πολλές περιπτώσεις, η φαινομενική ανυπαρξία αντισωμάτων στον οργανισμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων μπορεί να αποδοθεί στα τεστ ανίχνευσής τους. Συχνά δίνουν «ψευδώς αρνητικά» αποτελέσματα, ενώ αδυνατούν να «μετρήσουν» τις συγκεντρώσεις όταν είναι κάτω από κάποιο όριο. Η δυσάρεστη αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι τα αντισώματα μειώνονται γρήγορα, μετά την οξεία φάση της λοίμωξης, χωρίς, αυτό να σημαίνει περιορισμένη ανοσία.
Οι θεωρίες για την ανοσία έναντι του κορονοϊού μεταβάλλονται διαρκώς, κυρίως επειδή ο ιός είναι καινούργιος. Τα επιστημονικά στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι στιγμής, πάντως, υποδεικνύουν ότι συμπεριφέρεται όπως οι υπόλοιποι λοιμώδεις παράγοντες. Σε μία σταγόνα αίματος περιέχονται δισεκατομμύρια αντισώματα, που αναμένουν τους συγκεκριμένους στόχους τους. Κάποιες φορές, όπως συχνά συμβαίνει με τον νέο κορονοϊό, τα αντισώματα είναι πολύ λίγα για να ανιχνευθούν από τα τεστ, χωρίς επ’ ουδενί να σημαίνει ότι το άτομο δεν έχει αναπτύξει ανοσία. Βέβαια, κάποιοι ασθενείς όντως μπορεί να μην αναπτύξουν καθόλου αντισώματα στον κορονοϊό. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτήν τη διόλου συνηθισμένη περίπτωση, διαθέτουν τη λεγόμενη «κυτταροεξαρτώμενη ανοσία», η οποία περιλαμβάνει Τ λεμφοκύτταρα, που μαθαίνουν να αναγνωρίζουν και να καταστρέφουν τον λοιμώδη παράγοντα. Όλοι όσοι προσβληθούν από τον Sars-Cov-2 θα αναπτύξουν τέτοια ανοσοποιητική αντίδραση, όπως αποδεικνύεται από πρόσφατες μελέτες. Τα Τ λεμφοκύτταρα όμως ανιχνεύονται και μελετώνται δύσκολα και γι’ αυτό οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι η ανοσία εξαρτάται αποκλειστικά από τα αντισώματα.
Ο κορονοϊός διαθέτει αρκετά αντιγόνα-πρωτεΐνες ή κομμάτια τους που μπορούν να πυροδοτήσουν ανοσοποιητική αντίδραση. Τα ισχυρότερα αντισώματα αναγνωρίζουν ένα τμήμα της πρωτεϊνικής ακίδας του ιού, το λεγόμενο σημείο πρόσδεσης υποδοχέα (RΒD), δηλαδή το τμήμα του κορονοϊού που συνδέεται με το ανθρώπινο κύτταρο. Όσα αναγνωρίζουν την περιοχή μπορούν να αδρανοποιήσουν τον ιό, αποτρέποντας τη λοίμωξη.
Τα περισσότερα από τα τεστ αντισωμάτων που κυκλοφορούν ευρέως, ωστόσο, αναζητούν αντισώματα μιας πρωτεΐνης (πυρηνοκαψίδιο ή πρωτεΐνη Ν), που συνδέεται με το γενετικό υλικό του κορονοϊού. Τα αντισώματα στην πρωτεΐνη Ν εξαφανίζονται με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα από αυτά στην πρωτεϊνική ακίδα.
Εκπρόσωπος της φαρμακοβιομηχανίας Abbot, που παρασκευάζει ένα μεγάλο ποσοστό από τα τεστ αντισωμάτων που κυκλοφορούν στην αγορά σήμερα, υποστηρίζει ότι η εξέταση έχει 100% αξιοπιστία 17 ημέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά δεν έδωσε αποδείξεις για την αξιοπιστία της εξέτασης, μετά την πάροδο αυτής της περιόδου.
Παρά τις διαβεβαιώσεις των φαρμακοβιομηχανιών, οι ειδικοί παραμένουν ιδιαιτέρως σκεπτικοί όσον αφορά τα τεστ αντισωμάτων. Χωρίς ουσιαστικές πληροφορίες για την πραγματική σημασία των εξετάσεων, οι ειδικοί συνιστούν σε όλους, ακόμα και σε εκείνους με θετικά τεστ, να συμπεριφέρονται σαν να μην έχουν καμία ανοσία. Επί του παρόντος, άλλωστε, οι επιστήμονες δεν έχουν καμία γνώση σχετικά με τα επίπεδα αντισωμάτων που απαιτούνται για να αποκτήσουμε ανοσία ή για τη διάρκεια της, αλλά αισιοδοξούν ότι σύντομα θα την αποκτήσουμε.
Η διαδικασία
Η ανοσία στους ιούς είναι μια συναρπαστική διαδικασία. Η αρχική επαφή με τον παθογόνο παράγοντα –κυρίως στην παιδική ηλικία– συνταράσσει τον οργανισμό. Η ασθένεια μπορεί να είναι ήπια ή βαριά, αναλόγως του ιικού φορτίου που θα προσβάλει το παιδί, της γενικότερης υγείας του και της δυνατότητας πρόσβασης σε υγειονομική περίθαλψη. Τα ήπια συμπτώματα πυροδοτούν την παραγωγή ενός μικρού αριθμού αντισωμάτων, ενώ τα βαρύτερα περισσότερων. Ακόμα, όμως, και μια ήπια λοίμωξη αρκεί για να μάθει ο οργανισμός να αναγνωρίζει τον εισβολέα. Όταν η μάχη τελειώσει, κάποια κύτταρα που μοιάζουν με μπαλόνια, και ζουν στον νωτιαίο μυελό, απελευθερώνουν έναν μικρό αριθμό εξειδικευμένων ιικών δολοφόνων. Έτσι, την επόμενη φορά που ο οργανισμός θα αντιμετωπίσει τον ιό, αυτά τα κύτταρα παράγουν τάχιστα μεγάλο αριθμό αντισωμάτων. Η «μνημονική αντίδραση» του ανοσοποιητικού συστήματος ενισχύεται κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με τον συγκεκριμένο ιό. Κατά πάσα πιθανότητα τον ίδιο δρόμο ακολουθεί η ανάπτυξη ανοσίας στον νέο κορονοϊό, ακόμα και στους ασυμπτωματικούς ασθενείς.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr
Post a Comment