Γυμναστική: Τι δεν πρέπει να κάνετε για να πετύχετε το στόχο σας
Οι άνθρωποι που θέτουν οι ίδιοι τους στόχους για την προπόνησή τους και ξεκινούν να τους κυνηγούν άμεσα, είναι πιο πιθανό να επιτύχουν καλύτερες και πιο διαρκείς αλλαγές, σύμφωνα με νέα μελέτη από την Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Pennsylvania. Τα αποτελέσματα της έρευνας, που δημοσιεύθηκαν στο JAMA Cardiology, θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά επειδή προέκυψαν από έναν πληθυσμό που διατρέχει πολύ υψηλό κίνδυνο καρδιακών παθήσεων.
«Τα περισσότερα προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς περιλαμβάνουν τον ορισμό στόχων, αλλά η καλύτερη μέθοδος σχεδιασμού αυτής της διαδικασίας παραμένει άγνωστη. Τώρα, η κλινική δοκιμή μας έδειξε ότι η φυσική δραστηριότητα αυξανόταν περισσότερο αφενός όταν οι ασθενείς διαμόρφωναν οι ίδιοι τους στόχους τους αντί να τούς ανατίθενται από κάποιον άλλο και αφετέρου όταν ξεκινούσαν άμεσα να τους επιδιώκουν και όχι αυξάνοντας σταδιακά τη δραστηριότητά τους. Τα ευρήματα αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά επειδή οι ασθενείς προέρχονταν από περιοχές χαμηλότερου εισοδήματος και μπορεί να αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις όσον αφορά στην επίτευξη στόχων για την υγεία τους», σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας Mitesh Patel, MD, MBA, αναπληρωτής καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Pennsylvania.
Στη μελέτη συμμετείχαν 500 ασθενείς που είτε έπασχαν από καρδιαγγειακά νοσήματα είτε είχε εκτιμηθεί ότι διατρέχουν σχεδόν 10% κίνδυνο ανάπτυξης τέτοιου νοσήματος μέσα στην επόμενη δεκαετία. Αυτοί οι υψηλού κινδύνου ασθενείς αποκόμισαν, σύμφωνα με τη μελέτη, σημαντικά οφέλη από τη φυσική δραστηριότητα.
Όπως και στις προηγούμενες εργασίες, σε κάθε συμμετέχοντα δόθηκε ένας wearable βηματομετρητής που κατέγραφε την καθημερινή δραστηριότητα. Η διαφορά της παρούσας μελέτης, ωστόσο, είναι ότι τα βασικά αποτελέσματα αφορούσαν λιγότερο τη συμμετοχή των ασθενών και περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο εδραιώθηκαν οι στόχοι, καθώς και το πότε οι συμμετέχοντες ενθαρρύνονταν να τους επιδιώξουν.
Από τη στιγμή που κάθε ασθενής έλαβε τη wearable συσκευή, του δόθηκαν 1-2 εβδομάδες για να τη συνηθίσει, διάστημα που λειτούργησε ως περίοδος προσαρμογής για την καθημερινή μέτρηση των βημάτων πριν την επίσημη παρέμβαση. Έπειτα, οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, μία εκ των οποίων η ομάδα ελέγχου που δεν είχε στόχους.
Η ομάδα στην οποία τέθηκαν στόχοι χωρίστηκε επίσης τυχαία σε δύο υπο-ομάδες, με την πρώτη να θέτει η ίδια τους στόχους της προπόνησης και στη δεύτερη να ανατίθενται. Στη δεύτερη ομάδα αποφασίστηκε αν κάθε ασθενής θα άρχιζε αμέσως να δουλεύει για τους στόχους του (για την παρέμβαση 16 εβδομάδων) ή θα το έκανε σταδιακά, με μικρές αυξήσεις μέχρι την επίτευξή τους την ένατη εβδομάδα.
Μετά την ανάλυση των αποτελεσμάτων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μόνη ομάδα συμμετεχόντων που πέτυχε σημαντικές αυξήσεις στη δραστηριότητά της ήταν εκείνη που επέλεγε τους στόχους της και ξεκινούσε αμέσως τη διαδικασία επίτευξής τους. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν μεγαλύτερη μέση αύξηση των βημάτων τους συγκριτικά με την ομάδα χωρίς στόχους, κατά περίπου 1.384 βήματα ημερησίως. Επιπλέον, η μελέτη μέτρησε της περιόδους της σταθερά υψηλής δραστηριότητας, διαπιστώνοντας μια μέση αύξηση 4,1 λεπτών την ημέρα.
Αντίστοιχα, αυτοί στους οποίους ανατέθηκαν οι στόχοι ή επιδόθηκαν ουσιαστικά στην επιδίωξη τους από το μισό της παρέμβασης και μετά αύξησαν τα καθημερινά τους βήματα λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ομάδας ελέγχου, κατά περίπου 500-600 βήματα. Σημειώνεται ότι οκτώ εβδομάδες μετά το πέρας της παρέμβασης, διάστημα κατά το οποίο οι συμμετέχοντες κράτησαν τους βηματομετρητές τους, η πρόοδος διατηρήθηκε, με τους ασθενείς να επιτυγχάνουν σχεδόν τα ίδια βήματα με την περίοδο της προπόνησης.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι η έρευνα αυτή υποδεικνύει ότι η προσαρμογή του ορισμού στόχων σε προγράμματα προώθησης της φυσικής δραστηριότητας μπορεί να έχει σημαντικές επιδράσεις. Και θα είναι ακόμα σημαντικότερο αν οι προσαρμογές αυτές οδηγήσουν σε οφέλη για ανθρώπους με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι πεθαίνουν από καρδιαγγειακές παθήσεις σε κατά 76% υψηλότερο ποσοστό.
Post a Comment